- άγνεθος
- -η, -ο, [γνέθω]βλ. άγνεστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγνεθος — άγνεθος, η, ο και άγνεστος, η, ο αυτός που δεν είναι κλωσμένος, δεν τον έχουν γνέσει: Το μαλλί στεκόταν άγνεθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγνεστος — και άγνεθος, η, ο αυτός που δεν γνώστηκε, δεν μεταβλήθηκε σε νήμα, ο άκλωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γνεστός < γνέθω. Ο τύπος άγνεθος από τον ενεστώτα] … Dictionary of Greek